- περικωκύω
- περι-κωκύω, rings umher od. sehr heulen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικωκύω — Α (ποιητ. τ.) κλαίω, θρηνώ με κραυγές και ολολυγμούς γύρω από κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωκύω «κραυγάζω με οδύνη, θρηνώ»] … Dictionary of Greek